Η πρώτη αναφορά στον αυτισμό αφορούσε σε άτομα έγκλειστα σε ψυχιατρικά ιδρύματα , κλεισμένα στον εαυτό τους και έγινε από τον Ελβετό ψυχίατρο Bleuler το 1911. Μόλις 30 χρόνια μετά δύο άλλοι ψυχίατροι (Kanner, Asperger) μίλησαν για παιδιά που παρουσίαζαν ελλείματα στην κοινωνική ανάπτυξη, είχαν μια ιδιόμορφη γλωσσική ανάπτυξη και στερεοτυπικά- περιορισμένα ενδιαφέροντα και σαφώς καμία σχέση με ψυχωσική συμπτωματολογία
Σήμερα η διάγνωση αναφέρεται σε παιδιά που βρίσκονται στο Αυτιστικό Φάσμα ( Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος – ΔΑΦ) και γνωρίζουμε ότι τα παιδιά αυτά υπολείπονται σε κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες, δυσκολεύονται ως προς την πρωτοβουλία επικοινωνίας, χρειάζονται εκπαίδευση στην αναγνώριση, διαχείριση και δόκιμη έκφραση του συναισθήματος.
Ο μύθος ότι τα παιδιά στο Φάσμα του Αυτισμού υπολείπονται σε γνωστικές ικανότητες, έχει σήμερα καταργηθεί και οι στατιστικές δείχνουν ότι μόνο το 50% των παιδιών που φέρουν τέτοια διάγνωση έχουν και σοβαρά νοητικά ελλείματα.
Το υπόλοιπο 50% είναι παιδιά με καλό νοητικό δυναμικό, αν και οι δυσκολίες στους τομείς της κοινωνικής και συναισθηματικής ανάπτυξης παραμένουν.
Για τον Αυτισμό γνωρίζουμε πλέον με βεβαιότητα τη γενετική προδιάθεση και τη γονιδιακή καταβολή, αλλά λόγω του επιπολασμού της εμφάνισης ( παλαιότερα ήταν 1/2000 παιδιά, σήμερα σε κάποιες χώρες ανά τον κόσμο διαγιγνώσκονται 1/68 κορίτσια και 1/42 αγόρια), δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ρόλο του περιβάλλοντος στην εκδήλωση και εξέλιξη της διαταραχής.
Παιδιά που βρίσκονται στο φάσμα και παραπέμπονται σε παρέμβαση πολύ νωρίς, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός καλού νοητικού δυναμικού , μπορούν να έχουν μια εξαιρετική πορεία και λειτουργική ζωή που είναι και το ζητούμενο.
Στην Ελλάδα, τα παιδιά που φέρουν διάγνωση ΔΑΦ, σε κάποιες περιπτώσεις εντάσσονται στη γενική εκπαίδευση και με την τοποθέτηση παράλληλης στήριξης προοδεύουν και εκπαιδεύονται. Η συστηματική και πολυεπίπεδη παρέμβαση ( εργοθεραπεία, λογοθεραπεία, ειδική διαπαιδαγώγηση, ψυχοεκπαιδευτική καθοδήγηση κτλ) είναι μια διαδικασία συστηματική και η διάρκειά της χρονικά καθορίζεται από διάφορους παράγοντες. Σημαντικότατη είναι η ηλικία παραπομπής και έναρξης της παρέμβασης , μιας και η πλαστικότητα του εγκεφάλου σε μικρότερες ηλικίες επιτρέπει την ευελιξία στη σκέψη και την διαφοροποίηση στη συμπεριφορά.
Κομβικής σημασίας είναι η συνεργασία με το οικογενειακό περιβάλλον και η καθοδήγηση στην εκπαίδευση του παιδιού και εκτός θεραπευτικού πλαισίου. Ο γονιός χρειάζεται πολλές φορές, πληροφόρηση, καθοδήγηση και σωστή εκπαίδευση για να ανταπεξέλθει στο δύσκολο και θεμελιώδη ρόλο του.
Τα παιδιά με αυτισμό, ενώ δυσκολεύονται στη διαχείριση πολλών , ταυτόχρονων και διαφορετικών ερεθισμάτων, ωστόσο τείνουν να εντείνουν την ενασχόλησή τους με ερεθίσματα που τους είναι ελκυστικά. Με αυτόν τον τρόπο, βλέπουμε συχνά παραδείγματα παιδιών που βρίσκονται στο φάσμα να εμφανίζουν εξαιρετικές δυνατότητες και επιδόσεις σε τομείς όπως η ζωγραφική, η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, οι κατασκευές κτλ.
Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο για κάθε ένα παιδί ξεχωριστά είναι να μπορέσει στη ζωή του να είναι λειτουργικό, αυτόνομο και ευτυχισμένο και όχι να ακολουθήσει τις ανάγκες του μέσου όρου που το κοινωνικό σύνολο επιτάσσει. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητά του, να την κατανοήσουμε και να του δώσουμε , εκτός της εκπαίδευσης, αποδοχή και αγάπη, τόσο ως θεραπευτές όσο και ως γονείς.
Παπαϊωσήφ Μιρέλλα
Αναπτυξιακή Ψυχολόγος, MSc
Eπιστημονικός Συνεργάτης Συλλόγου ΑΜΕΑ “Το Μέλλον”