Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια πολύ έντονη ευαισθητοποίηση, η οποία συνοδεύεται από την αντίστοιχη δραστηριότητα, στον χώρο των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες. Μέχρι πρότινος, κυρίως στη χώρα μας και ακόμα περισσότερο στην περιοχή μας, δεν γινόταν ο παραμικρός λόγος για αυτούς τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες αποτελούσαν μία μερίδα κατωτέρων ανθρώπων οι οποίοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα, καμία ευκαιρία και ειδικά καμία μεταχείριση ίση με τους υπολοίπους (εντός εισαγωγικών) «κανονικούς ανθρώπους». Οι άνθρωποι αυτοί ευθύνονταν επειδή είχαν γεννηθεί διαφορετικοί. Ή ήταν ένοχοι επειδή υπέστησαν κάποιο ατύχημα κάποια στιγμή της ζωής τους το οποίο άλλαξε ολόκληρη την μετέπειτα πορεία τους.
Οι γονείς αυτών των παιδιών, και οι ίδιοι εγκλωβισμένοι σ’ αυτή τη νοσηρή νοοτροπία, είτε ντρεπόντουσαν για τα παιδιά που (εντός εισαγωγικών) «είχαν την ατυχία» να φέρουν στον κόσμο ή, στην καλύτερη περίπτωση, η ζωή τους άλλαζε ριζικά, προς το χειρότερο πάντα, συνοδευόμενη πλέον από την κατάθλιψη εξαιτίας του μεγάλου (εντός εισαγωγικών) «πλήγματος» της μοίρας.
Τα τελευταία χρόνια ευτυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι φορείς ευαισθητοποιούνται, οι άνθρωποι σε προσωπικό επίπεδο αφυπνίζονται και σωρεία καταλλήλων συλλόγων και οργανώσεων ιδρύεται. Η συντομογραφία «Α.μ.Ε.Α.» ακούγεται όλο και περισσότερο από στόματα υπευθύνων και ιδιωτών λιγότερο η όχι ειδημόνων επί του συγκεκριμένου θέματος. Ας μου επιτρέψετε όμως στο συγκεκριμένο σημείο να μοιραστώ μαζί σας τις επιφυλάξεις μου και να εγείρω τις ενστάσεις μου.
Μέσα από όλη αυτή την προσπάθεια που γίνεται υπέρ αυτών των ανθρώπων δεν σας κρύβω ότι πολύ φοβάμαι πως γεννώνται ορισμένα αντίθετα αποτελέσματα, και τούτο επειδή το μικρόβιο της υποτίμησης ενυπάρχει σ’ αυτόν τούτο τον ορισμό της λέξης την οποία χρησιμοποιούμε όλοι μας για να αναφερθούμε σ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Ο ορισμός «Α.μ.Ε.Α.» αποτελεί τον Δούρειο Ίππο, αφού μέσα του κρύβονται δύο στοιχεία που θα πρέπει να μας προβληματίσουν όλως ιδιαιτέρως.
Το πρώτο είναι η ίδια η λέξη «Α.μ.Ε.Α.». Μία συντομογραφία όπως λέμε Ο.Γ.Α., Ι.Κ.Α., Δ.Ε.Η., Ο.Τ.Ε., και άλλα παρόμοια. Αναφερόμαστε δηλαδή σε ανθρώπους χρησιμοποιώντας μια συντομογραφία σαν να αναφερόμαστε σε κάποιον οργανισμό ή μια άψυχη επιχείρηση. Μπροστά δε απ’ τη λέξη αυτή πάντοτε βάζουμε το οριστικό άρθρο του ουδετέρου γένους του πληθυντικού αριθμού «τα». «Τα Α.μ.Ε.Α.» λέμε πάντα, σαν να αναφερόμαστε σε άψυχα αντικείμενα. Χρησιμοποιούμε το άρθρο εκείνο που ποτέ δεν χρησιμοποιείται για ανθρώπους, αλλά μόνο για άψυχα κατώτερα όντα, αντικείμενα, φυτά, ζώα και άλλα, πάντως ποτέ για ανθρώπους.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να μας προβληματίσει είναι η ανάλυση αυτής της συντομογραφίας όσον αφορά τον πρώτο της φθόγγο, δηλαδή το πρώτο της «Α».
Το «Α» αυτό αποτελεί το αρκτικόλεξο της λέξης άτομο. Η λέξη αυτή ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική γραμματεία για να χαρακτηρίσει ανθρώπους. Στη γραμματεία μας, η οποία πάντοτε σεβόταν την ανθρώπινη αξία, χρησιμοποιείται η λέξη πρόσωπο. Το άτομο είναι ένα απρόσωπο κομμάτι μίας μάζας αποτελουμένης από ίδια, πανομοιότυπα στοιχεία. Αντιθέτως το πρόσωπο χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ο οποίος παρ’ ότι είναι μέλος και αναπόσπαστο στοιχείο μιας ευρυτέρας ομάδας, εν τούτοις είναι μοναδικός, ιδιαίτερος και αυθύπαρκτος. Δεν αντλεί την υπόστασή του από την ομάδα στην οποία δουλοπρεπώς ανήκει, αλλά αντιθέτως η ομάδα εξαρτά την ύπαρξή της από τα πρόσωπα που την απαρτίζουν.
Στην ελληνορθόδοξη φιλοσοφία ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, ανεπανάληπτος και αξιόλογος. Δεν είναι ένα άτομο, ένα ασήμαντο κομμάτι σε ένα απρόσωπο σύνολο. Είναι πρόσωπο, δηλαδή ένας άνθρωπος που, όπως η ίδια η λέξη το μαρτυρεί, μπορείς να τον αναγνωρίσεις απλά κοιτάζοντάς τον στο πρόσωπο.
Μόνο εμείς οι νεοέλληνες, αποκομμένοι από την ιστορική μας πραγματικότητα και την πραγματική ελληνική φιλοσοφία και τρόπο σκέψης και αντιλήψεως των πραγμάτων, στη μανία μας να κατηγοριοποιούμε ανθρώπους εφευρίσκουμε συντομογραφίες, λέξεις, επίθετα και υποτιμητικές φράσεις. Ούτε καν οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι δε χρησιμοποιούν παρόμοιο με τον πρόσφατο όρο Α.μ.Ε.Α. για να αναφερθούν στους ιδιαιτέρους αυτούς ανθρώπους.
Δεν είναι «ένα Α.μ.Ε.Α.», ένα άτομο δηλαδή. Είναι ο Μανώλης, ο Γιώργος, ο Νίκος. Ξεχωριστοί άνθρωποι και ιδιαίτερα πρόσωπα. Αυτή η μοναδικότητα κατοχυρώνεται πολύ περισσότερο και διαφαίνεται πολύ πιο ξεκάθαρα μέσω του αθλητισμού.
Ο αθλητισμός είναι η δραστηριότητα εκείνη της οποίας τα οφέλη ήταν παραδεκτά ήδη από την αρχαία Ελλάδα, περιοχή στην οποία αναπτύχθηκε και μεγαλούργησε στην ιδεατή και αυθεντική μορφή του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι μόνο στην αρχαία Ελλάδα και μόνο στον τομέα του αθλητισμού χρησιμοποιείται ο όρος «ευγενής άμιλλα», ο οποίος θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «ευγενικός συναγωνισμός». Αυτός ο συναγωνισμός στην ευγενική και ιδανική του εκδήλωση δημιουργεί με μέγιστη επιτυχία την ανθρώπινη ομάδα διαφυλάσσοντας συγχρόνως με επιτηδευμένη αρμονία τη μοναδικότητα του προσώπου.
Στον αρχαιοελληνικό αθλητισμό η έννοια του ανταγωνισμού ήταν άγνωστη, σε αντίθεση με το κυρίαρχο στοιχείο του συναγωνισμού. Οι αθλητές δεν αγωνίζονταν ο ένας εναντίον του άλλου, ακόμα και στις περιπτώσεις που φαινομενικά θα μπορούσε να ισχύει κάτι τέτοιο, αλλά αγωνίζονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, μαζί με τον άλλο. Εξ ου και συναγωνισμός και όχι ανταγωνισμός.
Τρέχουν, παλεύουν ομαδικά, γυμνάζονται, προπονούνται, και προετοιμάζονται όλοι μαζί. Αγωνίζονται επίσης όλοι μαζί. Ορίστε επομένως η δημιουργία και συντήρηση της ομάδας, του συνόλου. Στο τέλος του κάθε αγώνα όμως ο κάθε αθλητής βραβεύεται μόνος του, ξεχωριστά. Ορίστε η προστασία και διασφάλιση του προσώπου, της προσωπικότητας, της μοναδικότητας του κάθε αθλητή και εν γένει του κάθε ανθρώπου.
Με την πάροδο του χρόνου, ο αθλητισμός έχασε ένα μεγάλο μέρος αυτής της ιδανικότητας και ευγενείας. Στη σημερινή εποχή δε πολύ περισσότερο. Άλλωστε η εποχή μας, και αυτό είναι κοινώς αποδεκτό, δεν ευνοεί τίποτα ιδανικό, αγνό, ευγενικό και όμορφο. Παρ’ όλη όμως την εξαθλίωση και εξαχρείωση που έχει υποστεί, εν τούτοις ο αθλητισμός είχε αρκετά αποθέματα ώστε να διαφυλάξει μεγάλο μέρος αυτών των ιδανικών και ευγενών στοιχείων.
Υπάρχει ακόμα πολύ έντονο το στοιχείο της ομαδικότητας, του συναγωνισμού και της συνύπαρξης, παράγοντες ζωτικής σημασίας για την κοινωνικοποίησή μας. Τα οφέλη που μπορούμε να αποκομίσουμε από τον αθλητισμό είναι πολλά, μεγάλα και σημαντικά. Από έναν πρόχειρο διαχωρισμό θα μπορούσαν να προκύψουν δύο κατηγορίες. Αυτά που αποκομίζει το σώμα και εκείνα που αφορούν τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο. Και λέμε πρόχειρο, επειδή ο διαχωρισμός μεταξύ σώματος και πνεύματος είναι ασαφής και εν πολλοίς αδόκιμος, αφού ο άνθρωπος αποτελεί μία ενιαία ψυχοσωματική ενότητα, τα συνθετικά στοιχεία της οποίας είναι πολύ δύσκολο και επισφαλές να διακριθούν μεταξύ τους.
Αφ’ ενός, όσον αφορά το σώμα μας, είτε είμαστε αρτιμελείς είτε όχι, τα πλεονεκτήματα του αθλητισμού είναι γνωστά γι’ αυτό και δε θα κάνω εκτενή λόγο, περιοριζόμενος μόνο στο εξής πολύ βασικό: Για έναν άνθρωπο του οποίου το σώμα δε λειτουργεί κατά το 100% των λειτουργιών του, η αθλητική δραστηριότητα αποβαίνει σωτήρια. Και τούτο επειδή οι μύες οι οποίοι συμμετέχουν στη δραστηριότητα αυτή λειτουργούν καταβάλλοντας όλη τη δύναμη και ενέργειά τους. Αυτό ως αποτέλεσμα έχει την εγρήγορση και των υπολοίπων μυών και την βελτίωση συνόλου του κυκλοφοριακού και του λοιπού καρδιαγγειακού συστήματος.
Αφ’ ετέρου, όλοι μας ανεξαιρέτως, από τη στιγμή της γεννήσεώς μας μέχρι τη βέβαιη ώρα του θανάτου μας, ως «ὄντα κοινωνικά» κατά τον Αριστοτέλη, αγωνιούμε και πασχίζουμε με κάθε τρόπο ώστε να επιτύχουμε την ένταξή μας σε μια κοινωνική ομάδα από την οποία θα γίνουμε αποδεκτοί και στην οποία θα φανούμε χρήσιμοι.
Οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες αισθάνονται ακριβώς την ίδια ανάγκη, όμως γι’ αυτούς η ίδια αυτή διαδικασία είναι πολύ πιο επίπονη και αβέβαιη. Η δυσκολία της κοινωνικοποίησης των ανθρώπων αυτών έγκειται είτε στην προκατάληψη που οι περισσότεροι έχουν απέναντί τους, είτε στην ιδιοσυγκρασία τους, πολλοί απ’ τους οποίους λόγω της ιδιαιτερότητάς τους είναι επιφυλακτικοί και ιδιαίτερα προσεκτικοί με τους υπολοίπους ανθρώπους.
Αυτήν ακριβώς τη διστακτικότητα και επιφύλαξη απέναντι στους άλλους έρχεται να άρει ο αθλητισμός, αφού μέσω αυτού οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες έρχονται σε άμεση καθημερινή επαφή με τους υπολοίπους αρτιμελείς και τους με ειδικές ανάγκες ανθρώπους, μα κυρίως με τον ίδιο τον εαυτό τους.
Ο αθλητής με αναπηρία μαθαίνει να προσπαθεί, να αγωνίζεται. Μαθαίνει να επιμένει, να διεκδικεί. Να ονειρεύεται την πρόκριση και τη νίκη, άρα γίνεται δυνατότερος και κατά το σώμα και κατά την ψυχολογία του.
Συνηθίζει να εμπιστεύεται, και αυτό είναι πολύ βασικό. Εμπιστεύεται τον προπονητή του, τους διαιτητές, τους κανόνες και το θεσμό του αθλητισμού εν γένει. Εξέρχεται από το ασφυκτικό περιβάλλον της οικογενείας του και συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους που γίνονται δεύτερη οικογένειά του.
Καλείται να θαυμάσει τους συναθλητές του, οι οποίοι, όπως και αυτός, προσπαθούν, διεκδικούν και αγωνίζονται. Μαθαίνει στην πράξη τι σημαίνει ακριβώς αυτή η «ευγενής άμιλλα», στην ίδια αλώβητη και άμωμη μορφή της όπως υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα. Γιατί ο αθλητής με αναπηρία βλέπει με σεβασμό και θαυμασμό τους συναθλητές του. Συναγωνίζεται μαζί τους και δεν ανταγωνίζεται απέναντί τους.
Τέλος, και κυρίως όμως, ο άνθρωπος με ειδικές ανάγκες μέσω του αθλητισμού προσκαλείται και προκαλείται να συναντήσει και να γνωρίσει εις βάθος τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι όπως πραγματικά είναι και έτσι όπως μπορεί να γίνει. Προσπαθεί, ιδρώνει, κουράζεται, αγωνιά, ονειρεύεται, χαίρεται, προσδοκά, νικά, καταξιώνεται. Διαπιστώνει ότι είναι ικανότερος κατά πολύ από πολλούς άλλους αρτιμελείς συνανθρώπους του. Ανεβαίνει στο βάθρο του νικητή και καταξιώνεται ως προσωπικότητα.
Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι όλα αυτά τα κάνει με μόνο κίνητρο την ικανοποίησή του ως αθλητής. Ό,τι κάνει το κάνει για ένα μετάλλιο. Όπως και στην αρχαία Ελλάδα ό,τι έκαναν το έκαναν για ένα στεφάνι ελιάς και τίποτα άλλο. Αυτή είναι η «ευγενής άμιλλα». Αυτό που ζουν αυτοί οι άνθρωποι μέσα στο αθλητικό στάδιο δεν είναι τίποτα άλλο από τον αθλητισμό στην άσπιλη μορφή του. Και βέβαια μέσω αυτής της προσωπικής καταξίωσης επιτυγχάνεται η πλήρης κοινωνικοποίηση στον ύψιστο βαθμό.
Η σχέση του αθλητή με τον αθλητισμό είναι μία σχέση ιδιαίτερη, ξεχωριστή, θα μπορούσα να πω σχέση αγάπης. Για να είναι υγιής και επιτυχημένη θα πρέπει και οι δύο συμβαλλόμενοι να δίνουν και να παίρνουν. Επομένως, δεν είναι μόνο ο αθλητής που ωφελείται από τον αθλητισμό, μα και ο αθλητισμός ωφελείται από έναν καλό αθλητή.
Ο αθλητισμός προσφέρει στους ανθρώπους με ειδικές ανάγκες σωματική και ψυχική ευρωστία όμως και εκείνος απολαμβάνει κάτι πολύ σημαντικό από αυτούς. Τη διαφύλαξη και διατήρηση της ιδανικότητας, της ευγενείας και της αγνής μορφής του που είχε και στην αρχαία Ελλάδα.
Οι άνθρωποι αυτοί τελικά προσφέρουν περισσότερα απ’ όσα λαμβάνουν. Μπορεί να ωφελούνται, όμως συγχρόνως ωφελούν. Όχι μόνο τον αθλητισμό ως θεσμό, αλλά και τους παράγοντές του, το ανθρώπινο δυναμικό. Και εγώ ως προπονητής τους βρίσκομαι στην πλεονεκτική θέση να το γνωρίζω εξ ιδίων. Αυτά που προσφέρω σ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι ασυγκρίτως λιγότερα από εκείνα που παίρνω απ’ αυτούς.
Πηγή: Εισήγηση του Ιπποκράτη Σκαντζάκη, γυμναστού ειδικευμένου στην ειδική αγωγή, σε ημερίδα του Συλλόγου μας