Δυσλεξία:  Μία σύνθετη ειδική διαταραχή του λόγου

Δυσλεξία: Μία σύνθετη ειδική διαταραχή του λόγου

Σε μία εποχή όπου η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας των πληροφοριών και της επικοινωνίας, σημειώνεται καθημερινά, οι δυσκολίες μάθησης που εμφανίζονται στα παιδιά, εμποδίζουν την ομαλή τους ενσωμάτωση τόσο στο σχολείο, όσο και στην κοινωνία. Συγκεκριμένα, οι δυσκολίες μάθησης σχετίζονται με γλωσσικές διαταραχές, αλλά και δυσκολίες στην ομιλία, την ανάγνωση και την επικοινωνία.

Ωστόσο, εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως η επαρκής επικοινωνία και η ορθή χρήση του γραπτού λόγου, δύναται να προσφέρει στο άτομο μία πιο ομαλή  ένταξη στο κοινωνικό γίγνεσθαι και εδώ έγκειται η σημαντικότητα του ρόλου του εκπαιδευτικού. Στον Κουρκούτα και Chartier (2008), αναφέρεται ότι η Παντελιάδου (2000) θεωρεί πως περίπου το 70% του μαθητικού πληθυσμού παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα στο γραπτό λόγο, ενώ το 10% με 30% είναι σοβαρότερης μορφής και απαιτεί πιο εξειδικευμένη υποστήριξη.

Όσον αφορά τη δυσλεξία είναι ο όρος που χαρακτηρίζει «την ειδική διαταραχή πρόσκτησης του γραπτού λόγου» και είναι μία από τις πλέον σοβαρές δυσκολίες μάθησης. Οι μαθητές που παρουσιάζουν δυσλεξία, αδυνατούν «να αναγνωρίσουν και να αποκωδικοποιήσουν τις λέξεις» (Στασινός, 2013). Οι ειδικές δυσκολίες των παιδιών αυτών, εστιάζουν στην ελλιπή ανάπτυξη των βασικών δεξιοτήτων της ανάγνωσης, της γραφής -ορθογραφημένης και μη- και του μαθηματικού λογισμού. Ωστόσο, τα παιδιά με δυσλεξία έχουν κανονική αλλά και πολλές φορές ανώτερη νοημοσύνη καθιστώντας τα αρκετά ικανά να χρησιμοποιούν άπταιστα τον προφορικό λόγο. Γι’ αυτό το λόγο δε θα πρέπει να ερμηνεύουμε τις μαθησιακές τους δυσκολίες ως καθολική σχολική αποτυχία, αλλά ως μία χαμηλότερη επίδοση και αυτό κυρίως στα γλωσσικά μαθήματα (Στασινός, 2013).

Η δυσλεξία, ως μία σύνθετη και πολύπλοκη ειδική διαταραχή του γραπτού λόγου, συναντάται περισσότερο στα αγόρια και στοχοποιεί το γνωστικό τμήμα των εγκεφαλικών λειτουργιών όπως είναι «η μνήμη, η αντίληψη, η προσοχή, η γλώσσα και η σκέψη». Τα χαρακτηριστικά με τα οποία συνήθως γίνεται αντιληπτή, περιλαμβάνουν παράλειψη ή προσθήκη περιττών λέξεων και γραμμάτων, φωνολογικά ελλείμματα, σύγχυση ομόηχων λέξεων, αργή ανάγνωση, έλλειμμα χρωματισμού της φωνής και ανορθογραφία (Στασινός, 2013), χαρακτηριστικά που δε συμβαδίζουν με τη νοητική ανάπτυξη των παιδιών.

Επιπροσθέτως η ειδική αυτή διαταραχή του λόγου διακρίνεται σε τρεις τύπους· την Οπτική δυσλεξία, την Ακουστική και τη Μικτή δυσλεξία. Η Οπτική δυσλεξία είναι η πιο συνηθισμένη και εμποδίζει το μαθητή τόσο να αναγνωρίσει τις λέξεις, όσο και να τις αναπαραστήσει μέσω του προφορικού λόγου· αδυνατεί, δηλαδή, να κατανοήσει το γραπτό λόγο και κατ’ επέκταση να επικοινωνήσει με το εκάστοτε περιβάλλον του, γεγονός που του προκαλεί αλλεπάλληλες ψυχολογικές συγκρούσεις. Όσον αφορά την Ακουστική δυσλεξία, είναι η πλέον πιο δύσκολη μορφή και εμποδίζει το μαθητή να διακρίνει ακουστικά τις λεπτές διαφορές στα φωνήεντα και στα σύμφωνα, αλλά και να τα συσχετίζει με τα αντίστοιχα σύμβολά τους. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι παρουσιάζουν κάποιο πρόβλημα ακοής. Ωστόσο, δυσκολεύονται αρκετά στη γραφή της ορθογραφίας, με άμεση συνέπεια τη χαμηλή τους σχολική επίδοση. Τέλος, η Μικτή δυσλεξία εμφανίζεται περίπου στο 20% των ατόμων και δυσκολεύει τα παιδιά τόσο να μαθαίνουν τις λέξεις, όσο και να κάνουν ορθή φωνολογική ανάλυση των γραμμάτων τους (Στασινός, 2013).

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό πως τόσο οι μαθησιακές δυσκολίες γενικότερα όσο και η δυσλεξία ειδικότερα, χρήζουν συστηματικότερης προσπάθειας για την αποτελεσματική μείωση ή και την εξάλειψη των συμπτωμάτων τους, όπου και όσο αυτό είναι εφικτό. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να υπάρχει μία έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση στο σχολείο, αλλά και κυρίως μία υγιή συνεργασία του εκπαιδευτικού με ειδικούς παιδαγωγούς, ψυχολόγους, παιδίατρους, κοινωνικούς λειτουργούς αλλά και την ίδια την οικογένεια των παιδιών.

Έτσι, μία άρρηκτη συνεργασία μεταξύ τους, μπορεί να βοηθήσει στην αποτελεσματικότερη ενσωμάτωση των μαθητών, εφόσον οι παρατηρήσεις του κάθε μέλους όχι μόνο λαμβάνονται υπόψη, αλλά μετατρέπονται και σε έναν επιπλέον διδακτικό στόχο, παράγοντας έναν επιτυχημένο σχεδιασμό για την εφαρμογή των κατάλληλων εκπαιδευτικών μεθόδων.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κουρκούτας, Η. & Chartier, J. P. (2008). Παιδιά και έφηβοι με ψυχοκοινωνικές και μαθησιακές διαταραχές. Στρατηγικές Παρέμβασης. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.

Στασινός, Δ. (2013). Η Ειδική Εκπαίδευση 2020. Για μια συμπεριληπτική ή ολική εκπαίδευση στο νέο ψηφιακό σχολείο με ψηφιακούς πρωταθλητές. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.