Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ πως νοιώθουν οι γονείς των παιδιών που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα και αυτό κάποιες φορές έχει ως αποτέλεσμα να συγκεντρώνουν πάνω τους τα βλέμματα του κόσμου; Στη θέα μίας αναπηρίας, ο κόσμος δεν έχει πάψει, εν έτη 2021, να σταματά το βλέμμα του λίγο παραπάνω και αυτό λειτουργεί αποτρεπτικά για τις συγκεκριμένες οικογένειες. Δε θέλουν να κυκλοφορούν σε πολυσύχναστα μέρη, δε θέλουν να εκθέτουν το παιδί τους σε καταστάσεις που μπορεί να ξεφύγουν από τον δικό τους έλεγχο.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια γίνεται μία ουσιαστική προσπάθεια προκειμένου να αλλάξει αυτή η αντίληψη και στάση. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι με αναπηρία κυκλοφορούν στο δρόμο, όλο και περισσότεροι δημόσιοι χώροι γίνονται προσβάσιμοι, όλο και περισσότερα άτομα εντάσσονται σε χώρους εργασίας, αναλαμβάνουν υποχρεώσεις και οι Παραολυμπιακοί Αγώνες ανέδειξαν την άλλη εικόνα, εκείνη των εξαιρετικών ικανοτήτων και της μεγάλης μάχης που δίνουν. Έτσι μέσα από μικρές καθημερινές παρεμβάσεις στους δρόμους της πόλης, στην εργασία, στην κοινωνία, στον αθλητισμό…σβήνει σιγά και σταθερά το βλέμμα του οίκτου, της λύπης, της περιέργειας και της αποστροφής. Απλά και ήσυχα εντάσσονται σε μία όμορφη εικόνα καθημερινότητας …
Μέχρι να γίνει όμως αυτό οι γονείς έχουν βιώσει σκληρές καταστάσεις με την απόρριψη στα βλέμματα των γύρω τους. Μέχρι η μητέρα να πάρει την απόφαση να βγει από το σπίτι και να κινηθεί στην πόλη, να πάει σε ένα πάρκο μαζί με άλλα παιδιά που παίζουν, να καθίσει σε μία καφετέρια, να χρησιμοποιήσει τα μέσα μαζικής μεταφοράς ζητώντας βοήθεια από τους άλλους επιβάτες όταν τη χρειαστεί, έχει κάνει πολύ δουλειά με τον εαυτό της, έχει δώσει τη δική της μάχη πρώτα. Με τον πατέρα οι εικόνες αυτές είναι πιο σπάνιες. Συνήθως ο πατέρας αποφεύγει να εκθέτει τον εαυτό του, νοιώθει πιο άβολα και έχει πιο έντονο το συναίσθημα της ντροπής.
Γίνεται σαφές ότι η στάση της ίδιας της οικογένειας, καθορίζει σε ένα μεγάλο βαθμό και τη στάση του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Δεν χρειάζεται αποκλεισμός από τις κοινωνικές εκδηλώσεις, ούτε η συναναστροφή μόνο με ομοιοπαθείς. Κανείς δεν ορίζει και δεν αναγκάζει για κάτι τέτοιο, διότι έτσι δεν εκπαιδεύεται η κοινωνία να κατανοεί και να αποδέχεται την διαφορετικότητα, ούτε το άτομο με αναπηρία, να διεκδικεί όπως όλοι, τη θέση που του ανήκει στο κοινωνικό σύνολο. Θα έχει συνέχεια ένα συναίσθημα απόρριψης και απομόνωσης που όμως και η δική του οικογένεια έχει συμβάλλει σ΄ αυτό. Οι γονείς θα πρέπει να βρουν τρόπους έτσι ώστε το παιδί με την όποια αναπηρία να αποκτήσει φίλους, πέρα από παρωχημένες αντιλήψεις και κλισέ. Δεν υπάρχουν «πρέπει» και κοινωνικοί κανόνες απαράβατοι αλλά παραλλαγές, ευελιξία και προσαρμοστικότητα έτσι ώστε όλοι να μπορούν να λειτουργήσουν στην σύγχρονη κοινωνία που οφείλει να αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους.
Όλα τα παραπάνω αλλάζουν – και μαζί η εικόνα της κοινωνίας μας -όταν δημιουργούνται υποδομές στην κοινότητα, όπως Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης, χώροι φροντίδας παιδιών με αναπηρίες, όταν οργανώνονται κοινές δραστηριότητες των σχολείων ειδικής αγωγής με τα σχολεία γενικής εκπαίδευσης, όταν δημιουργούνται αθλητικά κέντρα με προσβασιμότητα και προγράμματα για τα άτομα με αναπηρίες, φιλικοί χώροι ψυχαγωγίας και πολλά άλλα … Έτσι γίνεται πιο εύκολη η επαφή με το κοινωνικό σύνολο, αναπτύσσεται επικοινωνία, σχέσεις κοινωνικές, δημιουργούνται αλληλεπιδράσεις και κάπως έτσι αλλάζουν οι προκαταλήψεις.
Και βέβαια όλες αυτές οι κοινωνικές αλλαγές και ανακατατάξεις διεισδύουν στην οικογενειακή δομή, όχι με τον ίδιο τρόπο σε όλες, αλλά με διαφορετικούς ρυθμούς. Σε κάθε οικογένεια ασκούν διαφορετική επιρροή και έχουν άλλη δυναμική στη συνολική συμπεριφορά.
Ο N. Ackerman στη δεκαετία του ’60, παρομοίασε την οικογένεια με ημιδιαπερατή μεμβράνη που επιτρέπει να τη διαπεράσουν εκλεκτικά εξωτερικά μηνύματα μέσα από το περιεχόμενο – μέλη του σάκου- της οικογένειας. «Η εξωτερική πραγματικότητα εισχωρεί μέσα από τους πόρους του σάκου εκλεκτικά για να επηρεάσει τα μέλη με τρόπο προδιαγεγραμμένο από την ποιότητα της μεμβράνης, δηλαδή από την οικογενειακή ατμόσφαιρα, όπως αυτή διαμορφώνεται από τη συγχώνευση και διαφοροποίηση των προσωπικών ταυτοτήτων των συζύγων και των παιδιών».
Κώστας Θαλασσινάκης
Ψυχολόγος